δυσανάκλητος

δυσανάκλητος
δυσανάκλητος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται
αρχ.
1. αυτός τον οποίο δύσκολα τόν συγκεντρώνει κανείς
2. δυσθεράπευτος
3. εκείνος που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του διάθεση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δυσανάκλητος — hard to call back masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανακλήτως — δυσανάκλητος hard to call back adverbial δυσανάκλητος hard to call back masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανάκλητον — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem acc sg δυσανάκλητος hard to call back neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανακλήτου — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανακλήτους — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσανάκλητοι — δυσανάκλητος hard to call back masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԴԺՈՒԱՐԱԿՈՉ — ( ) NBH 1 0618 Chronological Sequence: 5c ա. δυσανάκλητος qui aegre revocatur Զոր դժուարին է յետս կոչել. *Կորասցիս իբրեւ զթիւրեալ՝ ի չարէն ծանրացեալ, եւ դժուարակոչ կալցիս զխոնարհութիւնդ (զայդ). Ածաբ. մկրտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • δυσανακλητοτέραν — δυσανακλητοτέρᾱν , δυσανάκλητος hard to call back fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”