- δυσανάκλητος
- δυσανάκλητος, -ον (AM)αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεταιαρχ.1. αυτός τον οποίο δύσκολα τόν συγκεντρώνει κανείς2. δυσθεράπευτος3. εκείνος που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του διάθεση.
Dictionary of Greek. 2013.